- προσποιητή
- προσποιητόςtaken to oneselffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσποιητῇ — προσποιητής simulator masc dat sg (attic epic ionic) προσποιητός taken to oneself fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρωνεία — η (AM εἰρωνεία) λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων νεοελλ. φρ. 1. «ειρωνεία τής τύχης» η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή 2. «σωκρατική ειρωνεία» η φιλοσοφική, παιδευτική… … Dictionary of Greek
γιαραμπής — και γεραμπής, ο (ειρωνικά ή με προσποιητή μεμψιμοιρία) ο Αλλάχ, ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < (τουρκ. επιφών.) ya rabbi «Θεέ μου» < (εβρ.) rabb «δάσκαλος» (πρβλ. και ραβίνος)] … Dictionary of Greek
διαπόρηση — η (Α διαπόρησις, εως) [διαπορώ] δυσχέρεια, αδυναμία αρχ. 1. απορία, διαπόρημα 2. ρητορικό σχήμα με το οποίο διατυπώνεται προσποιητή απορία για γνωστό θέμα … Dictionary of Greek
εθελακρίβεια — ἐθελακρίβεια, η (Α) υπερβολική, ή προσποιητή ακρίβεια … Dictionary of Greek
εθελοσοφία — ἐθελοσοφία, η (Α) προσποιητή σοφία … Dictionary of Greek
ηθοποιία — η (AM ἠθοποιία) [ηθοποιός] 1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση 2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων νεοελλ. 1. η τέχνη τού ηθοποιού, τού θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα… … Dictionary of Greek
κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… … Dictionary of Greek
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
κατακόσμηση — η (Α κατακόσμησις) [κατακοσμώ] η διακόσμηση νεοελλ. ο υπερβολικός στολισμός αρχ. 1. τακτοποίηση, διευθέτηση 2. φρ. «πλάσις καὶ κατακόσμησις» προσποιητή συμπεριφορά (Πλούτ.) … Dictionary of Greek